- πάναξ
- (pαnαx). Δικοτυλίδονο φυτό της οικογένειας των Αραλιιδών, που αριθμεί περίπου 6 είδη. Ευδοκιμεί σε εύκρατες χώρες του βορείου ημισφαιρίου, κυρίως της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Είναι πόα πολυετής, κονδυλόρριζη, με όρθιο βλαστό που έχει ένα μόνο σπόνδυλο με 3 παλαμοειδή φύλλα με 3-5 φυλλάρια. Τα άνθη του είναι συχνά πολύγαμα κα σχηματίζουν μικρά σφαιρικά σκιάδια. Ο καρπός του είναι δρύπη με 2-3 σπέρματα. Το φυτό αυτό θεωρείται φαρμακευτικό, γι» αυτό και καλλιεργείται σε θερμοκήπια.
* * *ο (Α πάναξ, -ακος)νεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια αραλλίδες τής τάξης τών σκιαδανθώναρχ.το φυτό πάνακες* ή πανάκεια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄκος «θεραπεία» κατά τα αρσ. σε -αξ].
Dictionary of Greek. 2013.